ἀνερμάτιστος

ἀνερμάτιστος
ἀνερμάτιστος, ον,
A without ballast,

ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα Pl.Tht.144a

; unstable, Olymp.in Mete.147.4, cf. Gal.UP2.14.
2 metaph., ἀ. τράπεζα an empty table, Plu.2.704b; unstable,

εἶδος Dam.Pr.413

; also of persons, without ballast, Ph.2.451
, Plu.2.501d, Plot.1.8.8;

ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνερμάτιστος — without ballast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανερμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει έρμα, σαβούρα: Το καΐκι είναι ακόμη ανερμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει αρκετές γνώσεις σε κάτι: Στα θέματα αυτά είναι ανερμάτιστος. 3. ασταθής, επιπόλαιος: Από την πλευρά του χαρακτήρα είναι άνθρωπος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανερμάτιστος — η, ο (Α ἀνερμάτιστος, ον) 1. (για πλοία) χωρίς έρμα*, σαβούρα 2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση 2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα αρχ. ο άδειος.… …   Dictionary of Greek

  • ἀνερματίστως — ἀνερμάτιστος without ballast adverbial ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερμάτιστον — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem acc sg ἀνερμάτιστος without ballast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερματίστοις — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερματίστου — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερματίστους — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερματίστων — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερματίστῳ — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερμάτιστα — ἀνερμάτιστος without ballast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”